κεροπλάστης

κεροπλάστης
(I)
και κηροπλάστης, ο
αυτός που κατασκευάζει κεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, μυθο-πλάστης].
————————
(II)
κεροπλάστης, ὁ (Α)
αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής τής κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας «πλεξούδα, κοτσίδα» + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. χαλκο-πλάστης, ψευδο-πλάστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεροπλάστης — arranging the hair in horns masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεροπλάστην — κεροπλάστης arranging the hair in horns masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεροπλάστας — κεροπλάστᾱς , κεροπλάστης arranging the hair in horns masc acc pl κεροπλάστᾱς , κεροπλάστης arranging the hair in horns masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”