- κεροπλάστης
- (I)και κηροπλάστης, οαυτός που κατασκευάζει κεριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, μυθο-πλάστης].————————(II)κεροπλάστης, ὁ (Α)αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής τής κόμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας «πλεξούδα, κοτσίδα» + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. χαλκο-πλάστης, ψευδο-πλάστης].
Dictionary of Greek. 2013.